χώλ'

χώλ'
χωλά , χωλός
lame
neut nom/voc/acc pl
χωλά̱ , χωλός
lame
fem nom/voc/acc dual
χωλά̱ , χωλός
lame
fem nom/voc sg (doric aeolic)
χωλέ , χωλός
lame
masc voc sg
χωλαί , χωλός
lame
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χωλ — το, Ν άκλ. βλ. χολ …   Dictionary of Greek

  • Papyrus 19 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 19 Name Oxyrhynchus Papyri 1170 Text Matthäusevangelium 10 11 † …   Deutsch Wikipedia

  • ΟΗΕ — (Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών). Διεθνής οργάνωση που έχει ως κύριο σκοπό τη διατήρηση της ειρήνης και της ασφάλειας μεταξύ όλων των χωρών. Η ιδέα της συγκέντρωσης όλων των χωρών του κόσμου σε μια οργάνωση, που να αποκλείει την προσφυγή στα όπλα για… …   Dictionary of Greek

  • κλεψίαμβος — κλεψίαμθος, ὁ (Α) 1. είδος εννεάχορδου μουσικού οργάνου 2. στον πληθ. (κατά τον Ησύχ.) οἱ κλεψίαμβοι «μέλη τινὰ παρά Ἀλκμᾱνι». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κλεψ τού κλέπτω (πρβλ. αόρ. ἔ κλεψ α) + ίαμβος (< ἴαμβος), πρβλ. χορ ίαμβος, χωλ ίαμβος] …   Dictionary of Greek

  • προθάλαμος — ο, Ν 1. ο χώρος πριν από τα κυρίως δωμάτια, χωλ 2. χώρος υποδοχής και αναμονής πριν από τις κυρίως αίθουσες σε δημόσιες υπηρεσίες, γραφεία, ιατρεία 3. (μηχανολ.) βοηθητικός θάλαμος που παρεμβάλλεται στους κινητήρες εσωτερικής καύσης μεταξύ τού… …   Dictionary of Greek

  • χολ — και παλ. γρφ χωλ, το, Ν άκλ. 1. προθάλαμος 2. διάδρομος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. hall] …   Dictionary of Greek

  • ψυχανάλυση — Σύστημα μεθόδων για τη διερεύνηση της ψυχικής ζωής, που μελετούν την ασυνείδητη σημασία λόγων, πράξεων, προϊόντων της φαντασίας (ονείρων, παραληρημάτων) ενός υποκειμένου. Με τον όρο ψ. χαρακτηρίζεται επίσης η ψυχοθεραπευτική μέθοδος, που… …   Dictionary of Greek

  • Λειβαδίτης, Αλέκος — (Αθήνα 1914 – 1980). Ηθοποιός του μουσικού θεάτρου. Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του στον κινηματογράφο το 1940 και στο θέατρο έκανε την πρώτη του εμφάνιση το 1948 συμμετέχοντας σε επιθεωρησιακό θίασο. Από το 1964 μέχρι το 1966 εμφανίστηκε στο θέατρο …   Dictionary of Greek

  • μουσικό θέατρο — Ευρύς όρος που μπορεί να συμπεριλάβει ποικίλα θεατρικά είδη όπως η όπερα, η οπερέτα, το καμπαρέ, το βωντβίλ, το «μιούζικ χωλ», το βαριετέ, το επικό θέατρο, το μιούζικαλ, την επιθεώρηση κτλ. Κοινό χαρακτηριστικό όλων των ειδών της εν λόγω… …   Dictionary of Greek

  • Ολντ Βικ — (Old Vic Theater). To μεγαλύτερο δραματικό θέατρο του Λονδίνου. Η ιστορία του χωρίζεται σε δύο περιόδους. Η πρώτη χρονολογείται από τα εγκαίνια του (11 Μαΐου 1818) έως το 1898 και η δεύτερη από το 1898 έως τις ημέρες μας. Αρχικά λεγόταν Royal… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”